Τι είναι η διαμεσολάβηση
Η διαμεσολάβηση αποτελεί μία ευρέως και διεθνώς χρησιμοποιούμενη, διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας τα μέρη μίας ιδιωτικής διαφοράς έχουν τη δυνατότητα να επιδιώξουν εκούσια την εξωδικαστική επίλυσή της, με βάση τις αρχές της νομιμότητας, της εμπιστευτικότητας και της ιδιωτικής αυτονομίας. Στη χώρα μας η διαμεσολάβηση διέπεται από τις διατάξεις του Ν. 4640/2019 (πρώτη φορά στη χώρα μας ρυθμίστηκε το 2010), και αποτελεί εναλλακτική, σε σχέση με τη δικαστική διαδικασία, μορφή πρόσβασης στη δικαιοσύνη. Με τη συνδρομή του διαμεσολαβητή, ενός κατάλληλα εκπαιδευμένου, ανεξάρτητου, ουδέτερου και αμερόληπτου τρίτου προσώπου, τα μέρη μίας διαφοράς διευκολύνονται, ώστε τα ίδια, με την βοήθεια του νομικού τους παραστάτη, αλλά και άλλων συμβούλων τους, να επιτύχουν μία αμοιβαία αποδεκτή, επωφελή και βιώσιμη λύση της διαφοράς τους.
Γιατί να επιλέξω τη διαμεσολάβηση;
Η διαμεσολάβηση είναι η πλέον ενδεδειγμένη διαδικασία για την επίλυση διαφορών, οι οποίες ανακύπτουν από χρηματοοικονομικές και εν γένει εμπορικές συναλλαγές, όπως ενδεικτικά οι ρυθμίσεις δανείων, άλλες χρηματοπιστωτικές διαφορές, διαφορές από την παροχή επενδυτικών και ασφαλιστικών υπηρεσιών κ.α.
Τα πλεονεκτήματα της διαμεσολάβησης για την επίλυση διαφορών γενικότερα, αλλά και ειδικότερα για χρηματοοικονομικής φύσης διαφορές, είναι πολλά και σημαντικά:
Α. Εξοικονόμηση χρόνου και δαπανών
Η διαδικασία της διαμεσολάβησης είναι πολύ πιο σύντομη (ανάλογα με τη φύση της διαφοράς μπορείς να ολοκληρωθεί σε λίγες μόνο ημέρες) και λιγότερο δαπανηρή σε σχέση με δικαστικές διαδικασίες (τα μέρη εξοικονομούν σημαντικά δικαστικά έξοδα), οι οποίες συνήθως είναι μακροχρόνιες και δαπανηρές. Ιδιαίτερα στις εμπορικές και χρηματοοικονομικές υποθέσεις, ο χρόνος και το κόστος μιας ενδεχόμενης επίλυσης της διαφοράς είναι πολύ σημαντικοί παράγοντες που τα μέρη σταθμίζουν, καθώς η παράταση της αβεβαιότητας για την έκβαση μίας διαφοράς δεν επιτρέπει στα μέρη να οργανώσουν και να επικεντρωθούν στην οικονομική τους δραστηριότητα.
Β. Εκούσια επιλογή μιας βιώσιμης λύσης
Στη διαμεσολάβηση τα μέρη προσέρχονται οικειοθελώς, με καλή πίστη για να επιλύσουν τη διαφορά τους. Εφόσον καταλήξουν σε συμφωνία, αυτή θα είναι προϊόν της δικής τους προσπάθειας και βούλησης και όχι προϊόν επιβολής από κάποιον τρίτο (π.χ. δικαστήριο). Ιδιαίτερα στις χρηματοοικονομικές και ευρύτερα στις εμπορικές διαφορές, ο οικειοθελής χαρακτήρας προσφυγής στη διαμεσολάβηση αποδεικνύει ότι τα μέρη επιθυμούν να διαπραγματευθούν ειλικρινά, ώστε να βρουν μία λύση που θα ικανοποιεί τα συμφέροντα και των δύο. Το σπουδαιότερο είναι ότι εφόσον προκύψει συμφωνία, αυτή θα είναι προϊόν καλά μελετημένων παραδοχών, ώστε να είναι βιώσιμη και τα μέρη να μην επιβαρύνονται πάνω από τις αντικειμενικές τους δυνατότητες.
Γ. Εμπιστευτικότητα, Αμεροληψία και Αποτελεσματικότητα
Η διαδικασία της διαμεσολάβησης διασφαλίζει ένα περιβάλλον διαπραγμάτευσης και επικοινωνίας των μερών, που χαρακτηρίζεται από ουδετερότητα, εμπιστευτικότητα και αμεροληψία. Τα μέρη προσέρχονται σε μία διαδικασία διαπραγμάτευσης η οποία γίνεται με ίσους όρους. Ο διαμεσολαβητής, κοινής αποδοχής των μερών, έχει καταλυτικό ρόλο στο να επιτύχουν τα μέρη μία συμφωνία, καθώς ενεργεί με ουδετερότητα, αμεροληψία και εχεμύθεια, δίχως να έχει συμφέρον από το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης. Δεν αποκαλύπτει πληροφορίες που του γνωστοποιεί εμπιστευτικά το ένα μέρος της διαφοράς στο άλλο, ούτε κοινοποιεί σε τρίτους τα δεδομένα που πληροφορήθηκε κατά τη διαμεσολάβηση ή σε σχέση με αυτή, συμπεριλαμβανομένου και του γεγονότος ότι πρόκειται να διεξαχθεί ή έχει διεξαχθεί διαμεσολάβηση. Ο διαμεσολαβητής είναι επαγγελματίας, ο οποίος έχει τα προσόντα που ορίζει ο νόμος έχει λάβει ειδική εκπαίδευση, είναι διαπιστευμένος και εγγεγραμμένος στο Μητρώο που τηρείται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και υπάγεται στον εποπτικό και πειθαρχικό έλεγχο της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης του Υπουργείου Δικαιοσύνης
Ειδικά δε όταν αναλαμβάνει χρηματοοικονομικές και εμπορικές διαφορές, διαθέτει σημαντική εμπειρία και εξειδίκευση στο αντικείμενο.
Δ. Δεσμευτικότητα και εκτελεστότητα συμφωνίας
Η συμφωνία που προκύπτει από τη διαδικασία της διαμεσολάβησης (πρακτικό διαμεσολάβησης), αποτυπώνεται εγγράφως και είναι νομικά δεσμευτική και εφόσον κατατεθεί στην γραμματεία του αρμόδιου για τη διαφορά Δικαστηρίου, α) αποτελεί τίτλο εκτελεστό, εφόσον η συμφωνία μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αναγκαστικής εκτέλεσης , β) η άσκηση αγωγής για την ίδια διαφορά είναι απαράδεκτη στο μέτρο που το αντικείμενο της καλύπτεται από τη συμφωνία των μερών, τυχόν δε εκκρεμής δίκη καταργείται και γ) αποτελεί τίτλο προς εγγραφή ή εξάλειψη υποθήκης.
Αν, από την άλλη, τα μέρη δεν καταλήξουν σε συμφωνία, διατηρούν τη δυνατότητα να προσφύγουν οποτεδήποτε στα αρμόδια δικαστήρια ή σε άλλη διαδικασία εναλλακτικής επίλυσης της διαφοράς τους. Η εκτελεστότητα της συμφωνίας που προκύπτει από τη διαδικασία της διαμεσολάβησης, δεσμεύει ουσιαστικά τα μέρη να τηρήσουν όσα έχουν συμφωνήσει, καθώς σε διαφορετική περίπτωση υπάρχει πλέον η δυνατότητα να ξεκινήσει άμεσα και χωρίς άλλες δαπανηρές δικαστικές ενέργειες, η διαδικασία αναγκαστικής είσπραξης απαιτήσεων.
Ε. Δυνατότητα διατήρησης της συναλλακτικής και βιοτικής σχέσης των μερών
Η διαμεσολάβηση είναι πάνω απ’ όλα μία επιλογή πολιτισμού. Τα μέρη που την επιλέγουν, ειδικά στις διαφορές χρηματοοικονομικής φύσης, έχουν τη δυνατότητα να μην διαρρήξουν τις συναλλακτικές ή άλλες βιοτικές τους σχέσεις, τις οποίες συχνά έχουν ουσιαστικό συμφέρον να διατηρήσουν. Ακόμη και αν έχουν διαταραχθεί οι σχέσεις εμπιστοσύνης, η διαμεσολάβηση δρα καταλυτικά, ώστε αυτές να αποκατασταθούν, βοηθώντας τα μέρη να οικοδομήσουν νέες σχέσης αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Αντίθετα, οι σχέσεις αυτές πολλές φορές εντείνονται και διαρρηγνύονται όταν ακολουθείται η δικαστική διαδικασία, χωρίς να είναι μετά εύκολο να αποκτήσουν σημείο επαφής.
Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία Διαμεσολάβησης
Σύμφωνα με το Ν. 4640/2019 (άρθρα 6 & 7), διαφορές που εκδικάζονται κατά την τακτική διαδικασία, αν η αξία του αντικειμένου της διαφοράς υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ, υπάγονται στην Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία Διαμεσολάβησης.
Κατά τη συνεδρία αυτή, τα μέρη, με τη παρουσία των δικηγόρων τους, σε κοινή συνάντηση με έναν διαπιστευμένο διαμεσολαβητή, ενημερώνονται για τη διαδικασία της διαμεσολάβησης, τις βασικές αρχές που τη διέπουν, καθώς και τη δυνατότητα εξωδικαστικής επίλυσης της διαφοράς με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της. Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης συνεδρίας, τα μέρη μπορούν είτε να συμφωνήσουν τελικά να επιλύσουν τη διαφορά τους με τη διαδικασία της διαμεσολάβησης, είτε να μη συναινέσουν, οπότε και υπογράφεται «Πρακτικό Υποχρεωτικής Αρχικής Συνεδρίας Διαμεσολάβησης», το οποίο κατατίθεται, υποχρεωτικά στο αρμόδιο Δικαστήριο, καθώς αποτελεί προϋπόθεση για το παραδεκτό της συζήτησης της αγωγής.
Το Κέντρο παρέχει ολοκληρωμένες υποστηρικτικές υπηρεσίες για τη διεξαγωγή της Υποχρεωτικής Αρχικής Συνεδρίας Διαμεσολάβησης για διαφορές χρηματοοικονομικού αντικειμένου.