“Ombudsman”: μια λέξη που δανειστήκαμε από τους Σκανδιναβούς
- Ombudsman είναι ο κυβερνητικός επίτροπος που διερευνά δωρεάν και προσπαθεί να επιλύει καταγγελίες, συνήθως μέσω συστάσεων (δεσμευτικών ή μη) ή διαμεσολάβησης. Επίσης, εντοπίζει συστημικά προβλήματα που οδηγούν σε παροχή κακής ποιότητας υπηρεσιών ή παραβιάσεις των δικαιωμάτων των πολιτών.
- Ετυμολογικά, ο όρος ombudsman προέρχεται από τη νορβηγική λέξη umboðsmaðr, που σημαίνει «εκπρόσωπος». Με το Σουηδικό Σύνταγμα του 1809 θεσπίσθηκε για πρώτη φορά ο Κοινοβουλευτικός Διαμεσολαβητής (Riksdagens ombudsmän).
- Ιστορικά, η έννοια της διαμεσολάβησης συναντάται στην Κίνα (amhaeng-eosa), Ρώμη (tribuni plebis), Αραβία (ḥakam / ṣulḥ, Diwān al-Maẓālim), Ελλάδα (σασμός, πρεσβεία, διαλλαγή), Ινδία (panchayat), Ιαπωνία (kugyō, chōtei) κ.λπ.
- Ο Ombudsman είναι μια διαδικασία Εναλλακτικής Επίλυσης Διαφορών (ΕΕΔ), όπως η διαμεσολάβηση, η διαιτησία κ.ά.
- Συνήθως ο Ombudsman διορίζεται από την κυβέρνηση ή το κοινοβούλιο, ή θεσπίζεται από επαγγελματικούς φορείς με τήρηση νομικά καθορισμένων αρχών (ανεξαρτησία, εμπειρογνωμοσύνη, διαφάνεια κ.ά.).
- Ο Ombudsman μπορεί να έχει ευρεία εντολή που καλύπτει το σύνολο του δημόσιου ή του ιδιωτικού τομέα ή να είναι εξειδικευμένος.
- Ombudsman συναντούμε σε υγεία, εκπαίδευση, ασφάλιση, περιβάλλον, επικοινωνίες, παιδιά, ενέργεια, συντάξεις, εργασία, αθλητισμό, συγκοινωνίες, στην Ευρωπαϊκή Ένωση κ.λπ.
- Στην Ελλάδα ο Ελληνικός Χρηματοοικονομικός Μεσολαβητής (Hellenic Financial Ombudsman) εξετάζει διαφορές με τράπεζες, επενδυτικές εταιρίες κ.ά.